Παλαιοκάτουνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παλαιοκάτουνο τα Παλαιοκάτουνα
      γενική του Παλαιοκάτουνου των Παλαιοκάτουνων
    αιτιατική το Παλαιοκάτουνο τα Παλαιοκάτουνα
     κλητική Παλαιοκάτουνο Παλαιοκάτουνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Παλαιοκάτουνο < καθαρεύουσα Παλαιοκάτουνον. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + κατούν(α) + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.le.oˈka.tu.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐κά‐του‐νο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Παλαιοκάτουνο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]