Παναμαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παναμαίος < Παναμάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Παναμαίος αρσενικό (θηλυκό Παναμαία)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τον Παναμά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παναμαίος
|