Παρθενιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παρθενιώτισσα < Παρθενιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paɾ.θeˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παρ‐θε‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παρθενιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Παρθενιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Παρθένι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παρθενιώτης
Παρθενιώτισσα
|