Παρόρειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παρόρειο | τα | Παρόρεια |
γενική | του | Παρορείου & Παρόρειου |
των | Παρορείων |
αιτιατική | το | Παρόρειο | τα | Παρόρεια |
κλητική | Παρόρειο | Παρόρεια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Παρόρειο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρό‐ρει‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Παρόρειο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Παρόρειο
→ δείτε τη λέξη Παρόριο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)