Πικραμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πικραμένος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πικραμμένος οι Πικραμμένοι
      γενική του Πικραμμένου των Πικραμμένων
    αιτιατική τον Πικραμμένο τους Πικραμμένους
     κλητική Πικραμμένε Πικραμμένοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πικραμμένος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.kɾaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πι‐κραμ‐μέ‐νος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πικραμμένος αρσενικό (θηλυκό Πικραμμένου)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]