Πνύκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πνύκα οι Πνύκες
      γενική της Πνύκας των Πνυκών
    αιτιατική την Πνύκα τις Πνύκες
     κλητική Πνύκα Πνύκες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πνύκα < αρχαία ελληνική Πνύξ[1] από την αιτιατική «τὴν Πνύκα»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πνύ‐κα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πνύκα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Πνύκα θηλυκό