Πολιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πολιός | οι | Πολιοί |
γενική | του | Πολιού | των | Πολιών |
αιτιατική | τον | Πολιό | τους | Πολιούς |
κλητική | Πολιέ | Πολιοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πολιός < πολιός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πολιός αρσενικό (θηλυκό Πολιού)