Ποτόλιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ποτόλιας | οι | Ποτόλιες & Ποτολιέηδες |
γενική | του | Ποτόλια | των | — Ποτολιέηδων |
αιτιατική | τον | Ποτόλια | τους | Ποτόλιες & Ποτολιέηδες |
κλητική | Ποτόλια | Ποτόλιες & Ποτολιέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -ι-αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Πετρούνιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ποτόλιας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈto.ʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐τό‐λιας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ποτόλιας αρσενικό (θηλυκό Ποτόλια)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Πετρούνιας' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)