Πούλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πούλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πού‐λος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πούλος αρσενικό (θηλυκό Πούλου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γεώργιος Πούλος στη Βικιπαίδεια (1889-1949), Έλληνας στρατιωτικός, δωσίλογος και εγκληματίας πολέμου