Πυλαρινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.la.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πυ‐λα‐ρι‐νός
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πυλαρινός αρσενικό (θηλυκό Πυλαρινή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Πύλαρο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πυλαρινός
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Πυλαρινός < πατριδωνυμικό Πυλαρινός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πυλαρινός αρσενικό (θηλυκό Πυλαρινού)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Πυλαρινός στη Βικιπαίδεια
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ινός (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)