Πυρσός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πυρσός | οι | Πυρσοί |
γενική | του | Πυρσού | των | Πυρσών |
αιτιατική | τον | Πυρσό | τους | Πυρσούς |
κλητική | Πυρσέ | Πυρσοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πυρσός < πυρσός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πυρσός αρσενικό (θηλυκό Πυρσού)