Πύρινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πύρινο | τα | Πύρινα |
γενική | του | Πύρινου | των | Πύρινων |
αιτιατική | το | Πύρινο | τα | Πύρινα |
κλητική | Πύρινο | Πύρινα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πύρινο < καθαρεύουσα Πύρινον. → δείτε και τη λέξη πύρινος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpi.ɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πύ‐ρι‐νο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πύρινο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Αιγιτίου[1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- Στρούζα (προηγούμενη ονομασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)