Πύρινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πύρινο τα Πύρινα
      γενική του Πύρινου των Πύρινων
    αιτιατική το Πύρινο τα Πύρινα
     κλητική Πύρινο Πύρινα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Πύρινο < καθαρεύουσα Πύρινον. → δείτε και τη λέξη πύρινος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpi.ɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πύ‐ρι‐νο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Πύρινο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΦΕΚ Α 81, 14 Μαΐου 1928 (λήψη αρχείου PDF)