Ρένφριου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ρένφριου < (άμεσο δάνειο) αγγλική Renfrew
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ρένφριου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κόλιν Ρένφριου στη Βικιπαίδεια (γενν. 1937), Σκωτσέζος αρχαιολόγος