Ρηνούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρηνούλα οι Ρηνούλες
      γενική της Ρηνούλας
    αιτιατική τη Ρηνούλα τις Ρηνούλες
     κλητική Ρηνούλα Ρηνούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ρηνούλα < Ειρήν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα με αφαίρεση του αρκτικού φωνήεντος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ρηνούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ειρήνη