Ρωσοποντίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Ρωσοποντίων αρσενικό
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του Ρωσοπόντιος, άλλη μορφή του Ρωσοπόντιων
Ρωσοποντίων αρσενικό