Σάσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σάσα οι Σάσες
      γενική της Σάσας
    αιτιατική τη Σάσα τις Σάσες
     κλητική Σάσα Σάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Σάσα < χαϊδευτικό του Αναστασία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σάσα θηλυκό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Σάσα < (μεταγραφή) ρωσική Саша (και από άλλες σλαβικές ή μη γλώσσες), χαϊδευτικό των Александр (Αλέξανδρος) και Александра (Αλεξάνδρα)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σάσα αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]