Σίφνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σίφνιος | οι | Σίφνιοι |
γενική | του | Σίφνιου & Σιφνίου |
των | Σίφνιων & Σιφνίων |
αιτιατική | τον | Σίφνιο | τους | Σίφνιους & Σιφνίους |
κλητική | Σίφνιε | Σίφνιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σίφνιος < αρχαία ελληνική Σίφνιος. Μορφολογικά, Σίφν(ος) + -ιος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σίφνιος αρσενικό (θηλυκό Σιφνία)
- (πατριδωνυμικό) λόγια μορφή του Σιφνιός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]επίσης:
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σίφνιος
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Σίφνιος < σίφνιος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σίφνιος αρσενικό