Σαμοϊλένκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σαμόιλενκο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαμοϊλένκο < μεταγραφή για την ουκρανική ή τη ρωσική Самойленко (Samójlenko). Μορφολογικά αναλύεται σε Σαμόιλ(ο) + -ένκο

Μεταγραφή

[επεξεργασία]

Σαμοϊλένκο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]