Σανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σανός | οι | Σανοί |
γενική | του | Σανού | των | Σανών |
αιτιατική | τον | Σανό | τους | Σανούς |
κλητική | Σανέ | Σανοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σανός < σανός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σανός αρσενικό (θηλυκό Σανού)