Σερβίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σερβίδα | οι | Σερβίδες |
γενική | της | Σερβίδας | των | Σερβίδων |
αιτιατική | τη | Σερβίδα | τις | Σερβίδες |
κλητική | Σερβίδα | Σερβίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σερβίδα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) ταυτόσημο του Σέρβα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σερβίδα
|