Σισμανόγλειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σισμανόγλειο | τα | Σισμανόγλεια |
γενική | του | Σισμανόγλειου & Σισμανογλείου |
των | Σισμανόγλειων & Σισμανογλείων |
αιτιατική | το | Σισμανόγλειο | τα | Σισμανόγλεια |
κλητική | Σισμανόγλειο | Σισμανόγλεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σισμανόγλειο < από το επώνυμο του δωρητή Σισμάνογλ(ου) + -ειο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.zmaˈno.ɣli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐σμα‐νό‐γλει‐ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σισμανόγλειο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Σισμάνογλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σισμανόγλειο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)