Σκυλίτσειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σκυλίτσειο | τα | Σκυλίτσεια |
γενική | του | Σκυλίτσειου & Σκυλιτσείου |
των | Σκυλίτσειων & Σκυλιτσείων |
αιτιατική | το | Σκυλίτσειο | τα | Σκυλίτσεια |
κλητική | Σκυλίτσειο | Σκυλίτσεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σκυλίτσειο < από το επώνυμο του ιδρυτή Σκυλίτσ(ης) + -ειο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sciˈli.t͡si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκυ‐λί‐τσει‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σκυλίτσειο ουδέτερο
- (επωνυμία) πρώην ονομασία του Βεάκειου θεάτρου στον Πειραιά
- (επωνυμία) ονομασία του νοσοκομείου της Χίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη Σκυλίτσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σκυλίτσειο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νοσοκομεία (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)