Σταυρανθή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σταυρανθή | ||
γενική | των | Σταυρανθών | ||
αιτιατική | τα | Σταυρανθή | ||
κλητική | Σταυρανθή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σταυρανθή < σταυρ- + άνθος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική crucifères
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σταυρανθή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - οικογένεια: φυτών, όπως το κουνουπίδι, το καρμπολάχανο, το ρεπάνι κ.ά., που ονομάζονται έτσι γιατί ορισμένα μέρη των ανθέων τους είναι διαταγμένα σε σταυρωτούς σπονδύλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σταυρανθής
- → δείτε τις λέξεις σταυρός και άνθος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σταυρανθή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αιλουροειδές' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σταυρ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - οικογένειες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)