Στησίχορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στησίχορος < αρχαία ελληνική Στησίχορος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στησίχορος αρσενικό


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στησίχορος < ἵστημι +‎ χορός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στησίχορος αρσενικό

  • ανδρικό όνομα, γνωστό από το παρωνύμιο του αρχαίου λυρικού ποιητή από την Ιμέρα της Σικελίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]