Στρόμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στρόμη | οι | Στρόμες |
γενική | της | Στρόμης | των | Στρομών |
αιτιατική | τη | Στρόμη | τις | Στρόμες |
κλητική | Στρόμη | Στρόμες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Στρόμη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstɾo.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρό‐μη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Στρόμη θηλυκό
- χωριό της Φωκίδας, άλλη γραφή του Στρώμη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Στρόμη
→ δείτε τη λέξη Στρώμη |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)