Σφήττιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σφήττιος οἱ Σφήττιοι
      γενική τοῦ Σφηττίου τῶν Σφηττίων
      δοτική τῷ Σφηττί τοῖς Σφηττίοις
    αιτιατική τὸν Σφήττιον τοὺς Σφηττίους
     κλητική ! Σφήττιε Σφήττιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σφηττίω
γεν-δοτ τοῖν  Σφηττίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σφήττιος < Σφηττ(ός) + -ιος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σφήττιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Σφηττού
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]