Σφακιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sfa.caˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σφα‐κια‐νός
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σφακιανός αρσενικό (θηλυκό Σφακιανή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Σφακιά ή κατοικεί εκεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σφακιανός
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Σφακιανός < πατριδωνυμικό Σφακιανός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σφακιανός αρσενικό (θηλυκό Σφακιανού)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιανός (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιανός (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)