Σύνταγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
γενική | του | Συντάγματος | των | Συνταγμάτων |
αιτιατική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
κλητική | Σύνταγμα | Συντάγματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σύνταγμα < σύνταγμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsin.daɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐νταγ‐μα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σύνταγμα ουδέτερο
- κεντρική πλατεία και συνοικία της Αθήνας
- ↪ Κλειστό το κέντρο της Αθήνας λόγω συγκέντρωσης στο Σύνταγμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πλατείες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Πλατείες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Πλατείες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)