Σύρμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σύρμος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsiɾ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύρ‐μος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σύρμος αρσενικό (θηλυκό Σύρμου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σύρμος | οἱ | Σύρμοι |
γενική | τοῦ | Σύρμου | τῶν | Σύρμων |
δοτική | τῷ | Σύρμῳ | τοῖς | Σύρμοις |
αιτιατική | τὸν | Σύρμον | τοὺς | Σύρμους |
κλητική ὦ! | Σύρμε | Σύρμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σύρμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σύρμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σύρμος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σύρμος αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Σύρμος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Δημητράκος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)