Ταμπουριώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ταμπουριώτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ταμπουριώτισσα οι Ταμπουριώτισσες
      γενική της Ταμπουριώτισσας των Ταμπουριωτισσών
    αιτιατική την Ταμπουριώτισσα τις Ταμπουριώτισσες
     κλητική Ταμπουριώτισσα Ταμπουριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ταμπουριώτισσα < Ταμπουριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.buɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τα‐μπουρ‐ιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ταμπουριώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ταμπουριώτης