Ταναγραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ταναγραίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ταναγραῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε Τανάγρ(α) + -αίος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ταναγραίος αρσενικό (θηλυκό Ταναγραία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Τανάγρα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ταναγραίος
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)