Τζιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τζιώτης | οι | Τζιώτες |
γενική | του | Τζιώτη | των | Τζιωτών |
αιτιατική | τον | Τζιώτη | τους | Τζιώτες |
κλητική | Τζιώτη | Τζιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τζιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Τζια (δηαλδή, την Κέα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- Κείος (επίσημο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τζιώτης
|