Τομπούλογλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Τομπούλογλου | οι | Τομπούλογλοι & Τομπουλογλαίοι |
οι | Τομπούλογλου |
γενική | του/της | Τομπούλογλου | των | Τομπούλογλων & Τομπουλογλαίων |
των | Τομπούλογλου |
αιτιατική | τον/την | Τομπούλογλου | τους | Τομπούλογλους & Τομπουλογλαίους |
τους/τις | Τομπούλογλου |
κλητική | Τομπούλογλου | Τομπούλογλοι & Τομπουλογλαίοι |
Τομπούλογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τομπούλογλου < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tomˈbu.lo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐μπού‐λο‐γλου
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τομπούλογλου αρσενικό ή θηλυκό