Τοπολιανίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τοπολιανίτισσα < Τοπολιανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /to.po.ʎaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Το‐πο‐λια‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τοπολιανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τοπολιανίτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Τοπόλιανα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τοπολιανίτης
Τοπολιανίτισσα
|