Τουρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τουρ < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Τουρ θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Τουρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τουρ
|