Τσίζεκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τσίζεκ < τσεχική Čížek‎ < čížek (σπίνος)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τσίζεκ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

ως ελληνικό επώνυμο: