Τσιριγόττο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Τσιριγόττο | τα | Τσιριγόττα |
γενική | του | Τσιριγόττου | των | Τσιριγόττων |
αιτιατική | το | Τσιριγόττο | τα | Τσιριγόττα |
κλητική | Τσιριγόττο | Τσιριγόττα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τσιριγόττο < (άμεσο δάνειο) βενετική Cerigotto
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈɣo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐ρι‐γότ‐το
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τσιριγόττο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Τσιριγόττο
→ δείτε τη λέξη Τσιριγότο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)