Τόντοροφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τόντοροφ < πατρωνυμικό, μεταγραφή για τη βουλγαρική Тодоров (Tódorov)· μορφολογικά αναλύεται σε Τόντορ + -οφ.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈto.do.ɾof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τό‐ντο‐ροφ

Μεταγραφή

[επεξεργασία]

Τόντοροφ αρσενικό, άκλιτο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Απόδοση σύμφωνα με τον τονισμό και την προφορά στη βουλγαρική γλώσσα.
  2. Η παροξύτονη μορφή, ενδεχομένως ακολουθεί το Θεοδώρου. Η κατάληξη -ωφ προκύπτει από την παλαιότερη παράδοση μεταγραφής σλαβικών επωνύμων, ωστόσο δεν δικαιολογείται ορθογραφικά ως απόδοση της βουλγαρικής -ов (-ov, -οφ).