Τώνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τώνης | οι | Τώνηδες |
γενική | του | Τώνη | των | Τώνηδων |
αιτιατική | τον | Τώνη | τους | Τώνηδες |
κλητική | Τώνη | Τώνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
[επεξεργασία]- Τώνης < χαϊδευτικό του Αντώνης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τώνης αρσενικό