Χάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χάτος | οι | Χάτοι |
γενική | του | Χάτου | των | Χάτων |
αιτιατική | τον | Χάτο | τους | Χάτους |
κλητική | Χάτο & Χάτε |
Χάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Χάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Χάτος αρσενικό (θηλυκό Χάτου)