Χήνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χήνος | οι | Χήνοι |
γενική | του | Χήνου | των | Χήνων |
αιτιατική | τον | Χήνο | τους | Χήνους |
κλητική | Χήνε | Χήνοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Χήνος < χήνος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Χήνος αρσενικό (θηλυκό Χήνου)