Χαλκήτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Χαλκήτης < Χάλκη + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Χαλκήτης αρσενικό, (θηλυκό Χαλκήτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Χάλκη της Δωδεκανήσου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]