Χεροκαίοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Χεροκαίοι | ||
γενική | των | Χεροκαίων | ||
αιτιατική | τους | Χεροκαίους | ||
κλητική | Χεροκαίοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Χεροκαίοι < (καθαρεύουσα) Χεροκαῖοι, (άμεσο δάνειο) αγγλική Cherokee
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Χεροκαίοι αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, εθνωνύμιο) ο λαός των αυτοχθόνων της Βορείου Αμερικής Τσερόκι
- ※ ουχί των Ελλήνων ή των Ρωμαίων, αλλ' η των Εσκιμώων ή των Χεροκαίων
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Τα είδωλα. Γλωσσική μελέτη. Αθήνα: Εστία, 1893, pdf anemi, σ. 106· απόδοση από τον συγγραφέα παραθέματος στην αγγλική, από σύγγραμμα του Archibald Sayce
- ※ ουχί των Ελλήνων ή των Ρωμαίων, αλλ' η των Εσκιμώων ή των Χεροκαίων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Χεροκαίοι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)