Χρυσόστομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Χρυσόστομος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Χρυσόστομος αρσενικό


Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (πέστα) πέσ' τα Χρυσόστομε!: έκφραση που χρησιμοποιούμε όταν κάποιος κάνει μια παρατήρηση ή, γενικά, λέει κάτι που οι υπόλοιποι δεν τολμούν να πουν

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]