άβατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άβατο | τα | άβατα |
γενική | του | άβατου | των | άβατων |
αιτιατική | το | άβατο | τα | άβατα |
κλητική | άβατο | άβατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβατο < (ελληνιστική κοινή) ἄβατον, ουδέτερο του ἄβατος < ἀ- + αρχαία ελληνική βαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άβατο ουδέτερο
- (θρησκεία) ιερός τόπος ή χώρος όπου απαγορεύεται η είσοδος σε όλους ή σε συγκεκριμένες κατηγορίες (π.χ. γυναίκες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άβατο