άγγιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγγιγμα < αγγίζω + -μα (πβ. μεσαιωνικά ελληνικά ἔγγισμα / (ελληνιστική κοινή) ἐγγισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άγ‐γιγ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγγιγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του αγγίζω
- ≈ συνώνυμα: ακούμπισμα, ψαύση
- η αίσθηση που προκαλεί αυτό
- (μεταφορικά) το ελαφρύς χάδι
- (μεταφορικά) το πείραγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αγγίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άγγιγμα
|