άπηξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άπηξ < αρχαία ελληνική ἄπηξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άπηξ αρσενικό

  • (αστρονομία) φανταστικό ουράνιο σημείο προς το οποίο κατευθύνεται ο Ήλιος συμπαρασύροντας το ηλιακό μας σύστημα, μέσα στο Γαλαξία μας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]