άπιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άπιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άπιον ουδέτερο

  1. Ο καρπός της απιδιάς, αλλιώς απίδι, αχλάδι
  2. Έντομο, κολεόπτερο της οικογένειας των σιλφιδών.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]