άπους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άπους < αρχαία ελληνική ἄπους
Επίθετο
[επεξεργασία]άπους, άπους, άπουν
- (αρχαιοπρεπές) που δεν έχει πόδι ή πόδια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πόδι