άρρεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ren/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐ρεν
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άρρεν ουδέτερο (λόγιο)
Δείτε επίσης : ἄρρεν |
άρρεν ουδέτερο (λόγιο)